Ιχνηλασιμότητα Τροφίμων

ISO 22000, Haccp, ιχνηλασιμότητα, ΣΔΑΤ

Η ιχνηλασιμότητα υπό την ευρεία της έννοια, καθότι αφορά την παρακολούθηση της ροής των πληροφοριών στην αλυσίδα των τροφίμων, συνδέεται και με απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από ένα σύνολο ειδικών κανονισμών για ορισμένες κατηγορίες τροφίμων. Το σύστημα της ιχνηλασιμότητας που όλες οι επιχειρήσεις τροφίμων οφείλουν να εφαρμόζουν με ευέλικτο τρόπο, δεν στοχεύει μονάχα στη δυνατότητα επιτυχών αποσύρσεων / ανακλήσεων, όταν προκύπτουν ζητήματα μη ασφάλειας, αλλά επιπλέον είναι ένα βασικό εργαλείο για τις αρχές στα πλαίσια διερεύνησης φαινομένων απάτης όπως είναι το food fraud.

Η ιχνηλασιμότητα αποτελεί ένα εργαλείο διαχείρισης κινδύνου καθώς επιτρέπει στους υπευθύνους των επιχειρήσεων και στις αρμόδιες αρχές να μπορούν να αποσύρουν ή /και να ανακαλούν μη ασφαλή προϊόντα. Η ιχνηλασιμότητα δεν εγγυάται από μόνη της την ασφάλεια των τροφίμων, αλλά στοχεύει στον περιορισμό ενός προβλήματος σχετικά με την ασφάλεια τροφίμων. Η σκοπιμότητα χρήσης ιχνηλασιμότητας, εστιάζει στη διευκόλυνση στοχευμένων και επιτυχημένων διαδικασιών αποσύρσεων & ανακλήσεων.

Ωστόσο, τα παράπλευρα οφέλη από την εφαρμογής της ιχνηλασιμότητας, σχετίζονται με την:

  • παροχή πληροφόρησης στους καταναλωτές σχετικά με την αξιοπιστία πληροφοριών που παρέχονται σε ένα προϊόν,
  • δυνατότητα των αρχών να το χρησιμοποιούν ως εργαλείο στην εξακρίβωση φαινομένων απάτης του food fraud
  • πραγματοποίηση δίκαιων ανταλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων

Το άρθρο 18 του Καν. Ε.Κ. 178/2002 καθιστά την ιχνηλασιμότητα υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις τροφίμων. Απαιτείται λοιπόν, από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων να διαθέτουν και να εφαρμόζουν σύστημα ιχνηλασιμότητας, το οποίο να μπορεί να είναι προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες με στόχο την παρακολούθηση της φυσικής ροής των προϊόντων.

Χρειάζεται να τονιστεί πως η διατύπωση του άρθρου 18 δίνει έμφαση στο σκοπό και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του και όχι στον καθορισμό του τρόπου επίτευξης του αποτελέσματος αυτού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο παρέχεται μεγάλη ευελιξία στις επιχειρήσεις σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της απαίτησης αυτής.

Με άλλα λόγια, η επιχείρηση οφείλει με το σύστημα της ιχνηλασιμότητας που εφαρμόζει να συνδέει προμηθευτές /πελάτες με προϊόντα, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που πελάτες είναι οι τελικοί καταναλωτές.

Οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην υποχρέωση τήρησης του συστήματος της ιχνηλασιμότητας, είναι όλες οι επιχειρήσεις τροφίμων από την πρωτογενή παραγωγή (παραγωγικά ζώα, καλλιέργειες), την επεξεργασία έως τη διανομή, συμπεριλαμβανομένων των μεσαζόντων έως το επίπεδο λιανικής πώλησης εξαιρουμένης της προμήθειας στον τελικό καταναλωτή. Στην υποχρέωση εμπίπτουν και οι ανεξάρτητες επιχειρήσεις μεταφοράς και αποθήκευσης τροφίμων.

Αντίστοιχα, με την απαίτηση ιχνηλασιμότητας για τα τρόφιμα (άρθρο 18 του Καν. Ε.Κ. 178/2002), η υποχρέωση της ιχνηλασιμότητας για τα υλικά σε επαφή με τρόφιμα απορρέει από το άρθρο 17 του Κανονισμού-πλαίσιο Ε.Κ. 1935/2004, για τα υλικά σε επαφή με τρόφιμα. Επομένως και οι επιχειρήσεις παραγωγής υλικών σε επαφή με τρόφιμα ως προς τις υποχρεώσεις τους εφαρμογής των γενικών απαιτήσεων ιχνηλασιμότητας οφείλουν να συμμορφώνονται με τα αντίστοιχα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Ε.Κ. 1935/2004.

Η διάρκεια διατήρησης των σχετικών αρχείων ιχνηλασιμότητας από την επιχείρηση, δεν καθορίζεται από το άρθρο 18. Για την ικανοποίηση, όμως, των απαιτήσεων ταυτόχρονα και του άρθρου 19, περί απόσυρσης /ανάκλησης, ο υπεύθυνος της επιχείρησης έχει την ευθύνη ανάλογα με τη φύση & τη διάρκεια ζωής του τροφίμου να δικαιολογεί στις αρχές τον επαρκή χρόνο διατήρησης των αρχείων του, ειδικά όταν αυτός είναι μικρότερος της πενταετίας που συνήθως αποτελεί την περίοδο διατήρησης των εμπορικών εγγράφων λόγω φορολογικών ελέγχων.

Πηγή: ΕΦΕΤ